μπαμπάκας

μπαμπάκας
ο
1. (με θωπευτική σημ.) ο πατερούλης («αύριο θά'ρθει ο μπαμπάκας μου»)
2. χρησιμοποιείται και με ειρωνική σημασία («ας είναι καλά ο μπαμπάκας του που τόν χαρτζιλικώνει κάθε τόσο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπάμπακας — ο βλ. μπάκακας …   Dictionary of Greek

  • απφύς — ἀπφῡς ( ύος), ο (AM) θωπευτική προσαγόρευση για τον πατέρα από τα παιδιά του («καλὸς ἀπφῡς» καλός ο μπαμπάκας σου, ο παπάκης, Θεόκρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. άππα, άττα, άπφα, πάππα] …   Dictionary of Greek

  • μπάκακας — και μπάμπακας, ο 1. βάτραχος 2. παροιμ. «εκάκιωσεν ο μπάκακας κι η λίμνη δεν τό ξέρει» λέγεται για όσους θορυβούν και απειλούν μάταια ενώ είναι εντελώς ανίσχυροι και αδύναμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάβακας (Ησύχ.), ηχομιμητική λ. από τη φωνή τού βατράχου …   Dictionary of Greek

  • μπάμπουρας — Κοινή ονομασία του εντόμου Bombus της οικογένειας των απίδων της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι συγγενές είδος με τη μέλισσα με την οποία μοιάζει πολύ στη μορφή και στις συνήθειες, εκτός από το μέγεθος, γιατί συχνά ξεπερνά τα 22 χιλιοστά σε μήκος.… …   Dictionary of Greek

  • παπάκης — ο [πάπας] θωπευτική λέξη αντί πατέρας) πατερούλης, μπαμπάκας …   Dictionary of Greek

  • πατεράκης — ο [πατέρας] (υποκορ. τού πατέρας) πατερούλης, μπαμπάκας …   Dictionary of Greek

  • πατερούλης — ο [πατέρας] (υποκορ. τού πατέρας) πατεράκης, μπαμπάκας …   Dictionary of Greek

  • babacă — BABÁCĂ, babaci, s.m. (reg.) Tată. ♢ expr. Trai, neneaco, cu banii babachii, se spune despre cineva care duce o viaţă fără griji cu banii tatălui său sau, p. ext., cu banii altuia. ♢ (fam.; la pl.) Părinţi. [var.: băbácă, babác s.m.] – Din ngr.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”